Οι υπερεξοπλισμοί ως «διέξοδος»
Άρθρο στην εφημερίδα "Η Εποχή" (6/4/2025).
Το σύνθημα δόθηκε και επίσημα: «Επανεξοπλίστε την Ευρώπη» (ReArmEU). Έτσι ονομάστηκε το νέο μεγάλο σχέδιο της ΕΕ, αυτό σηματοδοτούν η απόφαση της Γερμανίας να άρει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στη χωρίς όριο αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, η γαλλική πρόταση να θέσει υπό την «προστασία» του πυρηνικού της οπλοστασίου τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και το γεγονός ότι ο άλλοτε δύσκολο να επιτευχθεί στόχος της διάθεσης 2% του ΑΕΠ κάθε χώρας για στρατιωτικές δαπάνες σήμερα θεωρείται από μεγάλο μέρος των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ελίτ αυτονόητος, αν όχι ήδη ξεπερασμένος.

Για την ασφάλεια και την ειρήνη
Το βασικό επιχείρημα, φυσικά, που στηρίζει αυτή τη ραγδαία στρατιωτικοποίηση εστιάζει στο γεγονός ότι οι υπερεξοπλισμοί εγγυώνται την ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών και στο γνωστό ρωμαϊκό ρητό ότι «όποιος θέλει την ειρήνη, πρέπει να ετοιμάζεται για πόλεμο».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κατακόρυφη αύξηση των εξοπλισμών στην Ευρώπη είναι ήδη γεγονός. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας της για την Ειρήνη που εδρεύει στη Στοκχόλμη (SIPRI), οι εισαγωγές μεγάλου οπλισμού στην Ευρώπη κατά την τετραετία 2020-2024 αυξήθηκαν κατά 155% σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία 2015-2019, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ουκρανία έγινε μία από τις χώρες με τις περισσότερες εισαγωγές όπλων παγκοσμίως (9% των συνολικών εισαγωγών διεθνώς), αλλά δευτερευόντως και λόγω των εισαγωγών που έκανε το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία. Ακόμα όμως και εξαιρουμένης της Ουκρανίας και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ, οι ευρωπαϊκές χώρες μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας την περίοδο 2020-2024 – άρα πολύ πριν από την κρίση στις ευρωατλαντικές σχέσεις – υπερδιπλασίασαν (+105%) τις εισαγωγές όπλων σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία. Όσο για τη θεωρούμενη σήμερα ως βασική απειλή, τη Ρωσία, αυτή κυρίως στηρίζεται στην δική της στρατιωτική βιομηχανία, πραγματοποιώντας μόλις το 0,5% των παγκόσμιων εισαγωγών όπλων την περίοδο 2020-2024, ενώ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο εισήγαγε κυρίως πυραύλους και ντρόουνς από το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, κατά παράβαση μάλιστα του εμπάργκο του ΟΗΕ.1
Αν και η αύξηση των εξοπλισμών είναι εμφανής, υπάρχει εδώ ένα επιχείρημα που εστιάζει κυρίως στα οικονομικά μεγέθη και λειτουργεί καθησυχαστικά για την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με αυτό, το σημερινό επίπεδο εξοπλισμών δεν έχει καμία σχέση με την «πολεμική οικονομία» προηγούμενων ιστορικών περιόδων (π.χ. την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων), αλλά αποτελεί απλά μια εύλογη και αναλογική απάντηση στον ρωσικό εξοπλισμό, ένα αναγκαίο βήμα για την αποτροπή ενός ενδεχόμενου πολέμου και για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Αυτό που δεν λέγεται εδώ είναι το εξής: Πρώτον, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις διαφορετικές γεωμετρίες των απειλών που θεωρούν ότι δέχονται τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη, αυτό που μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να επιτύχει η πολιτική της αποτροπής είναι μια ισορροπία τρόμου. Ούτε ένα εμπεδωμένο αίσθημα ασφάλειας, ούτε μια βιώσιμη ειρήνη. Αρκεί να θυμηθούμε την εμπειρία των ευρωπαϊκών κοινωνιών την περίοδο του (λεγόμενου) Ψυχρού Πολέμου.
Δεύτερον, πολύ συχνά οι υπερεξοπλισμοί όχι απλά δεν αποτρέπουν τον πόλεμο, αλλά συμβάλλουν στην κλιμάκωση. Λέγεται, επίσης, ότι δεν είναι ακριβές να μιλάμε για τη μετατροπή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε οικονομία πολέμου, καθώς τα οικονομικά μεγέθη, το ποσοστό δηλαδή του ευρωπαϊκού και των επιμέρους εθνικών ΑΕΠ που διατίθεται για στρατιωτικούς εξοπλισμούς είναι σημαντικά μικρότερο από το αντίστοιχο της δεκαετίας π.χ. του 1930. Πράγματι, κοιτάζοντας στατικά τα ποσοστά, θα δει κανείς ότι στο σημείο έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία ξόδευε το 23% και η Μεγάλη Βρετανία το 21% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες. Επομένως, το 3% ή το 5% του ΑΕΠ που τίθεται ως στόχος σήμερα είναι κατά πολύ μικρότερο. Αντίστοιχα, βέβαια, πολύ μικρότερες είναι οι στρατιωτικές δαπάνες και του κράτους που θεωρείται απειλή: η ναζιστική Γερμανία το 1939 ξόδευε 25% του ΑΕΠ της σε στρατιωτικές δαπάνες, ενώ σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό της Ρωσίας –παρά το γεγονός ότι αυτή διεξάγει ήδη ανοιχτό πόλεμο στην Ουκρανία εδώ και τρία χρόνια και έχει αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές της δαπάνες – κινείται μόλις στα όρια του 6-7% του ΑΕΠ της.2
Περισσότερο διαφωτιστική, ωστόσο, είναι η παρακολούθηση της διαχρονικής εξέλιξης των στρατιωτικών δαπανών τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1933, τη χρονιά που ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία ξόδευαν αμφότερες μόλις το 3% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες. Μέχρι και το 1938, ενώ ήδη η απειλή του πολέμου ήταν περισσότερο από ορατή, ο ρυθμός αύξησης των στρατιωτικών δαπανών παρέμεινε ελεγχόμενος: Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία ξόδευαν, αντίστοιχα, σε στρατιωτικές δαπάνες 6,3% και 4,2% του ΑΕΠ τους το 1936, 7,1% και 5,6% το 1937, 8,6% και 8,0% το 1938 και μόνο, το 1939, με το ξέσπασμα του πολέμου έγινε το άλμα στα προαναφερθέντα ποσοστά 23% και 21,4%.3
Η ιστορική αναλογία, επομένως, πιθανόν να μην έχει νόημα – τουλάχιστον με όρους οικονομικής ακριβολογίας. Με πολιτικούς όρους, όμως, η ιστορική εμπειρία οπωσδήποτε δείχνει το εξής: ότι η πολεμική προετοιμασία μπορεί για αρκετά χρόνια να κινείται σε ελεγχόμενα επίπεδα από πλευράς δαπανών, αλλά όταν είναι τελικά ζήτημα χρόνου ή τύχης το αν ή το πότε θα δοθεί η αφορμή, το αν ή το πότε θα φτάσουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή, μετά το οποίο οι εξοπλισμοί θα πολλαπλασιαστούν με εκθετικό ρυθμό, και ο πόλεμος θα γίνει πραγματικότητα.
Για την οικονομία και την κοινωνική ευημερία
Παράλληλα προς το επιχείρημα της ασφάλειας, επιστρατεύεται συχνά –υπό το βάρος μιας επαπειλούμενης νέας οικονομικής κρίσης, αυτή τη φορά με επίκεντρο την ίδια την κεντρική Ευρώπη– το επιχείρημα ότι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί έχουν και παράπλευρα οφέλη, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας4.
Ωστόσο, η ιδέα ενός «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», παρά την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού και των αμοιβών των εργαζόμενων στην στρατιωτική βιομηχανία, και πιθανόν του ΑΕΠ, είναι λανθασμένη, καθώς δεν μπορεί ούτε καν με μεσοπρόθεσμους όρους να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή, ακόμα και αν κανείς αποφύγει το – διόλου αμελητέο – ηθικό επιχείρημα, ότι δηλαδή οι εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας συνήθως καταλήγουν στρατιώτες και θύματα στον πόλεμο που ακολουθεί.
Πρώτον, θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και δημόσιες επενδύσεις που να προάγουν την κοινωνική συνοχή και να έχουν άμεση θετική επίπτωση στην ποιότητα ζωής των πολιτών, όπως για παράδειγμα στις υποδομές, οι οποίες σήμερα καταρρέουν, όχι μόνο στον υπερχρεωμένο Νότο, αλλά και σε χώρες του πυρήνα της Ευρώπης, ιδίως στη Γερμανία.
Δεύτερον, η στρατιωτική βιομηχανία είναι ένας από τους πλέον αντιπεριβαλλοντικούς οικονομικούς κλάδους, λόγω των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί και λόγω των υπολειμμάτων των δραστηριοτήτων της. Με άλλα λόγια, με το ReArm EU η ΕΕ όχι απλώς εγκαταλείπει τις προσπάθειες για τον πράσινο μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών και την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης και ανακατευθύνει τους πόρους της στην πολεμική προετοιμασία, αλλά ετοιμάζεται να επενδύσει μαζικά σε μια εξαιρετικά περιβαλλοντικώς επικίνδυνη δραστηριότητα.
Τρίτον, με δεδομένο ότι ελάχιστες χώρες στον κόσμο έχουν αναπτυγμένη στρατιωτική βιομηχανία, η άμεση απεξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ στον τομέα αυτό, που προβάλλεται ως βασικός στόχος κυρίως μετά την εκλογή Τραμπ, είναι ένας στόχος δύσκολα επιτεύξιμος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI, οι εισαγωγές όπλων που πραγματοποίησε η ΕΕ (δηλαδή το σύνολο των χωρών μελών της) κατά την τελευταία τετραετία προήλθαν κατά 53% (έναντι 41% την προηγούμενη τετραετία) από τις ΗΠΑ, έναντι 6,8% από τη Γερμανία και 5,3% από τη Γαλλία.5 Ακόμα όμως και αν επιτευχθεί η απεξάρτηση από τις ΗΠΑ, μέσω της επένδυσης σε εξοπλισμούς θα συντελεστεί ακόμα μία μεγάλων διαστάσεων αντίστροφη αναδιανομή, που θα διευρύνει ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ του σκληρού πυρήνα και της περιφέρειας της ΕΕ, με τη μεταφορά πόρων από τις μικρότερες χώρες προς τις στρατιωτικές βιομηχανίες της Γερμανίας, της Γαλλίας και δευτερευόντως άλλων ισχυρών χωρών.
Τέταρτον, οι επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες δεν είναι πάντοτε συμβιωτικές, αλλά συχνά είναι αμοιβαία αποκλειόμενες. Με απλά λόγια, η ανάπτυξη ενός τομέα λειτουργεί σε βάρος άλλων. Η στροφή προς τη στρατιωτική βιομηχανία καθορίζει το πού κατευθύνονται όχι μόνο οι οικονομικοί πόροι, αλλά και η ανθρώπινη προσπάθεια και διάνοια, οι θεσμικές προτεραιότητες και ούτω καθεξής. Αν οι εξοπλισμοί είναι η προτεραιότητα, άλλοι τομείς – ακόμα κι αν έχουν αναπτυξιακή δυναμική ή είναι κοινωνικά κρίσιμοι – θα υποχρηματοδοτηθούν, η έρευνα θα επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά σε εφαρμογές και λύσεις που εξυπηρετούν τη στρατιωτική δραστηριότητα, σε βάρος της έρευνας για ειρηνικούς σκοπούς κ.ο.κ.
Τέλος, ακόμα και η θεσμική λειτουργία των κρατών και των υπερεθνικών οργανισμών θα προσαρμοστεί στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι το ReARM EU, μια τόσο σημαντική απόφαση, διαμορφώθηκε χωρίς καμία δημοκρατική διαβούλευση, αποκλειστικά σε επίπεδο ευρωπαϊκών ηγεσιών, ενώ στη Γερμανία επιχειρήθηκε μια ανοιχτά αντιδημοκρατική συνταγματική ακροβασία, προκειμένου να παρακαμφθεί η νεοεκλεγείσα βουλή και να εγκριθεί η χωρίς δημοσιονομικό φρένο αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από την παλιά βουλή. Σε συνθήκες πολεμικής προετοιμασίας δεν υπάρχει χώρος ούτε για τη δημοκρατία.
Μια άλλη διέξοδος
Ο πόλεμος δεν είναι – τουλάχιστον όχι ακόμα – μονόδρομος. Η ανάδειξη ωστόσο των αδιεξόδων της σημερινής κυρίαρχης στρατηγικής της ΕΕ δεν αρκεί. Η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να παρουσιάσει μια δική της οπτική για τον κόσμο.
Πρώτα απ’ όλα, θα χρειαστεί να ξαναδώσουμε τη μάχη για τις έννοιες. Εκεί που σήμερα κυριαρχεί το αίτημα της ασφάλειας, έχοντας σχεδόν ταυτιστεί με τον πόλεμο, τη στρατιωτικοποίηση, αλλά και την καταστολή, θα χρειαστεί να προτάξουμε την ιδέα της ειρήνης και της αλληλεγγύης. Και ταυτόχρονα, θα χρειαστεί να ξαναορίσουμε την ίδια την ειρήνη. Ζούμε το παράδοξο η Ακροδεξιά να διεκδικεί τον ρόλο του υπερασπιστή της ειρήνης, παρά το γεγονός ότι είναι από τα θεμέλιά της συνδεδεμένη με την επιβολή, τη στρατιωτικοποίηση και τον αυταρχισμό. Χρειάζεται, επομένως, η Αριστερά όχι απλώς να διεκδικήσει αποφασιστικά τον ρόλο αυτό, αλλά και να δείξει ότι η ειρήνη υπό την οπτική της δεν είναι η ειρήνη του κυνισμού, όπως αυτή που επιχείρησε να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ στον Βολόντιμιρ Ζελένσκι με τρόπο που σόκαρε όλο τον πλανήτη, δεν είναι η ειρήνη που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, όπως τα σχέδια για τη μετατροπή της Γάζας σε Ριβιέρα και η εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών της Ουκρανίας, δεν είναι η ειρήνη που κλείνει τα μάτια στον αυταρχισμό του Πούτιν, δεν είναι η ειρήνη που κάνει τα στραβά μάτια στις πολιτικές διώξεις που εξαπολύει ο Ερντογάν. Η ειρήνη υπό την οπτική της Αριστεράς είναι αυτή που είναι συνυφασμένη με τη δικαιοσύνη και την πρωτοκαθεδρία του διεθνούς δικαίου, με την αλληλεγγύη και την κοινή ευημερία όλων των λαών, με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα του πλανήτη.
Και, έπειτα, θα χρειαστεί να δώσουμε τη μάχη για τη δομή και τα εργαλεία της διεθνούς κοινότητας. Πρώτα, για το ίδιο το διεθνές δίκαιο. Η Αριστερά θα πρέπει να συνεχίσει να αμφισβητεί την ιδέα ότι η διεθνής έννομη τάξη έχει τελειώσει και ότι πλέον τον λόγο έχει η γυμνή ισχύς, επιμένοντας στις αρχές του διεθνούς δικαίου: στο απαραβίαστο των συνόρων, στην απαγόρευση της χρήσης βίας για την επίλυση διεθνών διαφορών, στους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και στην υποχρέωση σεβασμού κάποιων ελάχιστων κανόνων για την προστασία της ζωής ακόμα και στο μέσο μιας πολεμικής σύγκρουσης, στην καταδίκη της γενοκτονίας ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας και ούτω καθεξής.
Παράλληλα, για τη δομή και τους θεσμούς της διεθνούς κοινότητας. Αν στην κορύφωση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και μέσα από τη φυλακή, ο Σπινέλι και οι σύντροφοί του οραματίστηκαν την Ενωμένη Ευρώπη, σήμερα πρέπει αφ’ ενός να υπερασπιστούμε και αφ’ ετέρου να ανανεώσουμε τους θεσμούς και τα εργαλεία της διεθνούς κοινότητας, καθώς μέσα από αυτά περνάει η ειρήνη. Το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών έχει επί ογδόντα χρόνια συνεισφέρει πάρα πολύ στη διατήρηση της ειρήνης, τουλάχιστον σε επίπεδο αντιπαράθεσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, και έχει προάγει τη διεθνή συνεργασία και τα ανθρώπινα δικαιώματα με τρόπο που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στο παρελθόν. Αντίστοιχα, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) υπήρξαν επί πολλές δεκαετίες οι οργανισμοί που εξασφάλισαν τους ίδιους στόχους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το σύστημα αυτό όμως- που ήδη κατά την εποχή της μονοκρατορίας των ΗΠΑ είχε δεχτεί σημαντικότατα πλήγματα- σήμερα δοκιμάζεται περαιτέρω: η διοίκηση Τραμπ αποσύρει τις ΗΠΑ από πολλούς διεθνείς οργανισμούς, το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του, ακόμα και το ανθρωπιστικό έργο του ΟΗΕ στοχοποιείται, όπως συμβαίνει με τις αποστολές στη Γάζα, ενώ στην Ευρώπη, μετά την αποβολή της Ρωσίας από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, δεν υπάρχει κανένα πεδίο συνάντησης των αντιπαρατιθέμενων.
Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό, θα χρειαστεί να μιλήσουμε για την εικόνα μας για τον κόσμο. Ζούμε σήμερα τη σύγκρουση μεταξύ επιμέρους ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μετά από μία μακρά περίοδο εμμονής στον ατλαντισμό, η Ευρώπη φαίνεται να αναζητά προσανατολισμό και συμμαχίες, δυστυχώς όμως όχι αμφισβητώντας την ίδια τη δομή των διεθνών συσχετισμών, αλλά επιδιώκοντας να αναδειχθεί ως ένας αυτόνομος ιμπεριαλιστικός παίκτης. Το πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σήμερα δεν θα έπρεπε να είναι το «με ποιον θα πάμε» ούτε αν θα γίνουμε σερίφηδες στη θέση του σερίφη, αλλά η αμφισβήτηση του ίδιου του ερωτήματος, της ίδιας της λογικής που θέλει ο πλανήτης να μοιράζεται και να ξαναμοιράζεται διαρκώς σε σφαίρες επιρροής μεταξύ κάποιων υπερδυνάμεων. Η ικανότητα να φανταστούμε έναν περισσότερο δίκαιο κόσμο – και στο διεθνές επίπεδο.
Dr Mathew George, Katarina Djokic, Zain Hussain , Pieter D. Wezeman and Siemon T. Wezeman, Trends in International Arms Transfers, 2024, March 2025, Stockholm, SIPRI, διαθέσιμο (στα αγγλικά) εδώ: https://doi.org/10.55163/XXSZ9056
https://www.reuters.com/world/europe/russia-hikes-national-defence-spending-by-23-2025-2024-09-30/
Τα στοιχεία από το Adam Tooze, The Deluge.The Great War and the Remaking of Global Order 1916-1931, Penguin, 2014. Ο ίδιος ο Τουζ, ωστόσο, επικαλείται τα στοιχεία αυτά για να στηρίξει το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει αναλογία του σήμερα με τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Με την αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία να έχει ήδη προχωρήσει στην περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας, διαβάζουμε π.χ. για ισχυρότερη στροφή της Rheinmetall στη στρατιωτική βιομηχανία μέσω της μετατροπής, μεταξύ άλλων, και αδρανοποιούμενων εργοστασίων της Volkswagen σε εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού.
Dr. Mathew George κ.α., ό.π.

